- ἀκρῶν
- ἄκραhighestfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄκρων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρων — (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός από τον Ακράγαντα της Σικελίας. Έζησε πριν από τον Ιπποκράτη και ήταν μαθητής του Εμπεδοκλή. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, στον μεγάλο λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., συμβούλεψε τους Αθηναίους να απολυμάνουν τον αέρα ανάβοντας… … Dictionary of Greek
ἄκρων — ἄκρον highest neut gen pl ἄκρος at the farthest point fem gen pl ἄκρος at the farthest point masc/neut gen pl ἄκρων masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άκρων Ελένιος — (τέλη 2ου αι. μ.Χ.). Ρωμαίος λόγιος. Έγραψε πολύ αξιόλογα σχόλια πάνω σε έργα του Τερέντιου και ιδιαίτερα πάνω σε ποιήματα του Οράτιου, που χρησιμοποιήθηκαν αργότερα από αρκετούς άλλους Λατίνους λόγιους. Από τα γραπτά όμως δεν έχει σωθεί τίποτε.… … Dictionary of Greek
Ἄκρον — Ἄκρων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄκρους — Ἄκρων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκρος — α, ο (Α ἄκρος, α, ον) 1. αυτός που βρίσκεται στην άκρη, ακρινός, ακριανός, ακραίος 2. αυτός που έφτασε στον ανώτατο βαθμό τής ιδιότητας του, πρώτος, υπέροχος, έξοχος 3. (για καταστάσεις) απόλυτος, πλήρης, τέλειος 4. (ως μαθημ. όρος, συνήθ. στον… … Dictionary of Greek
αποπληξία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από απότομη απώλεια της συνείδησης (εγκεφαλικό ίκτους), της κινητικότητας και της αισθητικότητας και οφείλεται συνήθως σε εγκεφαλική αιμορραγία, μπορεί όμως να προκληθεί και από θρόμβωση ή εμβολή αιμοφόρου αγγείου του… … Dictionary of Greek
γυμναστική — Το σύνολο των ασκήσεων που αποβλέπουν στην ανάπτυξη του σώματος και στην καλλιέργεια των ικανοτήτων του. Η γ. θεωρείται επιστήμη, όταν εξυπηρετεί θεραπευτικούς και διδακτικούς σκοπούς. Η γ. αν και αποτελεί τμήμα της φυσικής αγωγής, διαφέρει από… … Dictionary of Greek
κάταγμα — Κάθε απροσδόκητη λύση της συνέχειας ενός οστού ή χόνδρου, οφειλόμενη στην ενέργεια μιας δύναμης (βίας) από χτύπημα ή πτώση, η οποία κατανικά την αντίσταση και την ελαστικότητα του οστού. Τα κ. διακρίνονται σε τραυματικά (που οφείλονται σε… … Dictionary of Greek